- αἰπά
- αἰπόςhighneut nom/voc/acc plαἰπά̱ , αἰπόςhighfem nom/voc/acc dualαἰπά̱ , αἰπόςhighfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κᾀπ' — αἰπά , αἰπός high neut nom/voc/acc pl αἰπά̱ , αἰπός high fem nom/voc/acc dual αἰπά̱ , αἰπός high fem nom/voc sg (doric aeolic) αἰπέ , αἰπός high masc voc sg αἰπαί , αἰπός high fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιπύς — αἰπύς, εῑα, ύ (Α) 1. ψηλός, απόκρημνος 2. (για τον θάνατο) αυτός που εφορμά από ψηλά, ορμητικός, βίαιος 3. ολοσχερής, ολοκληρωτικός, πλήρης, τέλειος, οξύς 4. (για πάθη) φλογερός, δυνατός 5. στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα… … Dictionary of Greek
ρείθρο — το / ῥεῑθρον, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥέεθρον Α ρυάκι, ρεύμα νερού (α. «Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥέεθρα», Ομ. Ιλ. β. «ῥέεθρον ἁγνοῡ Στρυμόνος», Αισχύλ. γ. «ἐκτρέψασα τοῡ ποταμοῡ τὸ ῥέεθρον», Ηρόδ.) 2. η κοίτη τού ποταμού, η ροή τού ποταμού μέσα… … Dictionary of Greek